- προσφαλεῖσιν
- πρό-σφάλλωmake to fallaor part pass masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφάλλομαι — Μ σφάλλω εκ τών προτέρων («ἵνα τοῑς προσφαλεῑσιν ἐκεῑνοι τήν... διόρθωσιν εἰσαγάγωσιν», Θεοφύλ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σφάλλομαι «πλανώμαι, κάνω λάθος»] … Dictionary of Greek